εμμηνορραγία

εμμηνορραγία
η
(ιατρ.), η υπερβολική αύξηση ροής αίματος στην εμμηνόρροια (βλ. λ.).

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • εμμηνορραγία — Η υπερβολική αύξηση, συνήθως από παθολογικά αίτια, του αίματος της εμμηνορρυσίας, καθώς και η επιμήκυνση του χρόνου της διάρκειάς της. Συνήθως οφείλεται σε ινομύωμα της μήτρας, αλλά και σε άλλες γενικές ή τοπικές παθολογικές καταστάσεις, όπως η… …   Dictionary of Greek

  • εμμηνορραγικός — ή, ό ο σχετικός με την εμμηνορραγία …   Dictionary of Greek

  • εμμηνορρυσία — Φυσιολογική περιοδική λειτουργία της γυναίκας, που παρατηρείται κατά την περίοδο της γεννητικής της δραστηριότητας, από την ήβη έως την εμμηνόπαυση, όταν δεν υπάρχει κύηση. Το κύριο εξωτερικό σύμπτωμα είναι η ροή άπηκτου αίματος μαζί με στοιχεία… …   Dictionary of Greek

  • εμμηνορραγικός — ή, ό (ιατρ.), ο σχετικός με την εμμηνορραγία (βλ. λ.) …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”